μονώροφος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο- (Μ [[μονώροφος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν όροφο, ένα [[πάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο- (Μ [[μονώροφος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν όροφο, ένα [[πάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i> ([[πρβλ]]. [[πολυώροφος]]). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:56, 13 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο- (Μ μονώροφος, -ον)
αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + όροφος (πρβλ. πολυώροφος). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].