ηρώος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἡρῷος]], -ῴα, -ον και ασυναίρ. τ. [[ἡρώιος]], -ία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηρώο]]<br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί [[προς]] τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους του έθνους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[ἡρῷος]] (ενν. [[ῥυθμός]])<br />το ηρωικό [[μέτρο]], ο [[δακτυλικός]] [[εξάμετρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ἡρῷον]] και ιων. τ. <i>ἡρώιον</i><br />α) (ενν. <i>ἱερὸν</i> ή [[ἕδος]]) i) [[τάφος]] ή [[ιερό]] ([[ναός]]) αφιερωμένα σε ήρωα<br />ii) [[τύμβος]]<br />β) (ενν. [[μέτρον]]) [[εξάμετρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἡρῷα</i> (ενν. [[ἱερά]])<br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν ενός ήρωα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἡρῷος]], -ῴα, -ον και ασυναίρ. τ. [[ἡρώιος]], -ία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηρώο]]<br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί [[προς]] τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους του έθνους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[ἡρῷος]] (ενν. [[ῥυθμός]])<br />το ηρωικό [[μέτρο]], ο [[δακτυλικός]] [[εξάμετρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ἡρῷον]] και ιων. τ. <i>ἡρώιον</i><br />α) (ενν. <i>ἱερὸν</i> ή [[ἕδος]]) i) [[τάφος]] ή [[ιερό]] ([[ναός]]) αφιερωμένα σε ήρωα<br />ii) [[τύμβος]]<br />β) (ενν. [[μέτρον]]) [[εξάμετρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἡρῷα</i> (ενν. [[ἱερά]])<br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν ενός ήρωα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ποῦς [[ἡρῷος]]» — ο [[δάκτυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήρως]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[λέσβιος]], [[όλβιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:58, 13 June 2022
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἡρῷος, -ῴα, -ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, -ία, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηρώο
μνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους του έθνους
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός)
το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός εξάμετρος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἡρῷον και ιων. τ. ἡρώιον
α) (ενν. ἱερὸν ή ἕδος) i) τάφος ή ιερό (ναός) αφιερωμένα σε ήρωα
ii) τύμβος
β) (ενν. μέτρον) εξάμετρος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ἡρῷα (ενν. ἱερά)
εορτή προς τιμήν ενός ήρωα
4. φρ. «ποῦς ἡρῷος» — ο δάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ιος (πρβλ. λέσβιος, όλβιος)].