ηρώος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἡρῷος, -ῴα, -ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, -ία, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηρώο
μνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους του έθνους
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός)
το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός εξάμετρος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἡρῷον και ιων. τ. ἡρώιον
α) (ενν. ἱερὸν ή ἕδος) i) τάφος ή ιερό (ναός) αφιερωμένα σε ήρωα
ii) τύμβος
β) (ενν. μέτρον) εξάμετρος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ἡρῷα (ενν. ἱερά)
εορτή προς τιμήν ενός ήρωα
4. φρ. «ποῦς ἡρῷος» — ο δάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ιος (πρβλ. λέσβιος, όλβιος)].