καπνοδόχος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kapnodochos
|Transliteration C=kapnodochos
|Beta Code=kapnodo/xos
|Beta Code=kapnodo/xos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[receiving smoke]], ib.</span>
|Definition=καπνοδόχον, [[receiving smoke]], ib.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:47, 25 August 2023

English (LSJ)

καπνοδόχον, receiving smoke, ib.

German (Pape)

[Seite 1323] den Rauch auffangend?

Greek Monolingual

-ο (Α καπνοδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται καπνό
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος
κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες, η καμινάδα
αρχ.
η καπνοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αιμοδόχος, οινοδόχος].