κοινογαμία: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κοινογαμία]])<br />το [[καθεστώς]] του ελεύθερου γάμου, της ελεύθερης σαρκικής μίξης [[ανδρών]] και [[γυναικών]] [[χωρίς]] συζυγικούς δεσμούς («η [[κοινογαμία]] υπάρχει σε [[πολλά]] φύλα της Αφρικής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γαμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), [[πρβλ]]. [[διγαμία]], [[επιγαμία]]].
|mltxt=η (AM [[κοινογαμία]])<br />το [[καθεστώς]] του ελεύθερου γάμου, της ελεύθερης σαρκικής μίξης [[ανδρών]] και [[γυναικών]] [[χωρίς]] συζυγικούς δεσμούς («η [[κοινογαμία]] υπάρχει σε [[πολλά]] φύλα της Αφρικής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γαμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), [[πρβλ]]. [[διγαμία]], [[επιγαμία]]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = τά [[κοινογάμια]].
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 24 November 2022

Greek Monolingual

η (AM κοινογαμία)
το καθεστώς του ελεύθερου γάμου, της ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα της Αφρικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γαμία (< -γαμος < γάμος), πρβλ. διγαμία, επιγαμία].

German (Pape)

ἡ, = τά κοινογάμια.