κατατηξίτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatiksitechnos
|Transliteration C=katatiksitechnos
|Beta Code=katathci/texnos
|Beta Code=katathci/texnos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[enfeebling his art]], [[epithet]] of the artist Callimachus, <span class="bibl">Paus.1.26.7</span> (v.l. [[κακιζότεχνος]]), prob. in <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.92</span> ([[calatechnos]], [[catotechnos]], codd.), and in Vitr.4.1.10 ([[catatechnos]], [[catathecnos]], codd.).</span>
|Definition=[ῐ], ον, [[enfeebling his art]], [[epithet]] of the artist [[Callimachus]], Paus.1.26.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[κακιζότεχνος]]), prob. in Plin.''HN''34.92 ([[calatechnos]], [[catotechnos]], codd.), and in Vitr.4.1.10 ([[catatechnos]], [[catathecnos]], codd.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατατηξίτεχνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την [[τέχνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν η γρφ. δεν [[είναι]] λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>τηξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[τήκω]] με μεταφορική σημ. «[[ξοδεύω]] άδικα, [[καταστρέφω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ευρεσίτεχνος]], [[καλλίτεχνος]]].
|mltxt=[[κατατηξίτεχνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την [[τέχνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν η γρφ. δεν [[είναι]] λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>τηξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[τήκω]] με μεταφορική σημ. «[[ξοδεύω]] άδικα, [[καταστρέφω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ευρεσίτεχνος]], [[καλλίτεχνος]]].
}}
{{pape
|ptext=em. für [[κακιζότεχνος]] bei Paus. 1.26.7.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 8 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατηξίτεχνος Medium diacritics: κατατηξίτεχνος Low diacritics: κατατηξίτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΗΞΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katatēxítechnos Transliteration B: katatēxitechnos Transliteration C: katatiksitechnos Beta Code: katathci/texnos

English (LSJ)

[ῐ], ον, enfeebling his art, epithet of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνος), prob. in Plin.HN34.92 (calatechnos, catotechnos, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατηξίτεχνος: -ον, ἴδε κακιζότεχνος.

Greek Monolingual

κατατηξίτεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος < κατα-τηξι- (< κατα-τήκω με μεταφορική σημ. «ξοδεύω άδικα, καταστρέφω») + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσίτεχνος, καλλίτεχνος].

German (Pape)

em. für κακιζότεχνος bei Paus. 1.26.7.