λευκοδέρματος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkodermatos | |Transliteration C=lefkodermatos | ||
|Beta Code=leukode/rmatos | |Beta Code=leukode/rmatos | ||
|Definition= | |Definition=λευκοδέρματον, gloss on sq., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκοδέρματον, gloss on sq., Hsch.
German (Pape)
[Seite 33] weißhäutig, Hesych. Erkl. von λευκοδίφθερος.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοδέρμᾰτος: -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. λευκοδίφθερος.
Greek Monolingual
λευκοδέρματος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -δέρματος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. αδέρματος, μελανοδέρματος].