ἐπίμοιρος: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimoiros | |Transliteration C=epimoiros | ||
|Beta Code=e)pi/moiros | |Beta Code=e)pi/moiros | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίμοιρον, [[partaking in]], c. gen., στεφάνων B.1.48, cf. Euryph. ap. Stob.4.39.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπίμοιρον, partaking in, c. gen., στεφάνων B.1.48, cf. Euryph. ap. Stob.4.39.27.
German (Pape)
[Seite 964] theilhaftig, fähig, τινός, Stob. flor. 103, 27 aus Eurypham.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμοιρος: -ον, μετέχων τινός, μετὰ γεν., εὐδαιμοσύνας ἐπίμοιρος (βίος) Εὐρυφάν. παρὰ Στοβ. 555. 42, Βακχυλ. 1. 158, Πρόκλ. 6. 26., 7. 25.
Greek Monolingual
ἐπίμοιρος, -ον (Α)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δίμοιρος, μεμψίμοιρος)].