ἵππαγρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippagros | |Transliteration C=ippagros | ||
|Beta Code=i(/ppagros | |Beta Code=i(/ppagros | ||
|Definition=ὁ,= | |Definition=ὁ,= [[ἵππος]] [[ἄγριος]], [[wild horse]], Opp.C.3.252. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 16:04, 10 August 2022
English (LSJ)
ὁ,= ἵππος ἄγριος, wild horse, Opp.C.3.252.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, das wilde Pferd, Opp. Cyn. 3, 252.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππαγρος: ὁ, = ἵππος ἄγριος, Ὀππ. Κυν. 3. 252.
Greek Monolingual
ἵππαγρος, ὁ (Α)
άγριος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βόαγρος, σύαγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος].