μελωδός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελῳδός]], -όν)<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[αοιδός]], [[τραγουδιστής]]<br /><b>2.</b> [[λυρικός]] [[ποιητής]] που συνθέτει τη [[μουσική]] τών ποιημάτων του<br /><b>2.</b> [[στιχουργός]] και [[συνθέτης]] εκκλησιαστικών ύμνων, σε [[διάκριση]] από τον υμνογράφο, ο [[οποίος]] γράφει [[αλλά]] δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο [[μελωδός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικοσυνθέτης]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]] ( | |mltxt=ο, η (ΑM [[μελῳδός]], -όν)<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[αοιδός]], [[τραγουδιστής]]<br /><b>2.</b> [[λυρικός]] [[ποιητής]] που συνθέτει τη [[μουσική]] τών ποιημάτων του<br /><b>2.</b> [[στιχουργός]] και [[συνθέτης]] εκκλησιαστικών ύμνων, σε [[διάκριση]] από τον υμνογράφο, ο [[οποίος]] γράφει [[αλλά]] δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο [[μελωδός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικοσυνθέτης]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]] («μελῳδοῖς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) ([[πρβλ]]. [[κωμωδός]], [[τραγωδός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 18 June 2022
Greek Monolingual
ο, η (ΑM μελῳδός, -όν)
ως ουσ.
1. αοιδός, τραγουδιστής
2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του
2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο μελωδός»)
νεοελλ.
μουσικοσυνθέτης, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός («μελῳδοῖς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. κωμωδός, τραγωδός)].