κοσμοπολίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κοσμοπολίτης
|Full diacritics=κοσμοπολῑ́της
|Medium diacritics=κοσμοπολίτης
|Medium diacritics=κοσμοπολίτης
|Low diacritics=κοσμοπολίτης
|Low diacritics=κοσμοπολίτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kosmopolitis
|Transliteration C=kosmopolitis
|Beta Code=kosmopoli/ths
|Beta Code=kosmopoli/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[citizen of the world]], <span class="bibl">Ph.1.1</span>, al., <span class="bibl">D.L.6.63</span>:—fem. κοσμοπολῖτις as adjective, ψυχαί <span class="bibl">Ph.1.657</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, Ionic: [[κοσμοπολιήτης]]; Epic, Doric, Aeolic: [[κοσμοπολίτας]]; [[citizen of the world]], [[cosmopolitan]], [[cosmopolite]] Ph.1.1, al., D.L.6.63:—fem. [[κοσμοπολῖτις]] as adjective, ψυχαί Ph.1.657.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Weltbürger]]</i>, DL. 6.63; in derselben [[Äußerung]] des Diogenes bei Luc. <i>Vit.auct</i>. 8 steht κόσμου [[πολίτης]]; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοπολίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[космополит]], гражданин мира Diog. [[Sinopensis]] ap. Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM [[κοσμοπολίτης]], θηλ. κοσμοπολῑτις)<br />αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη [[πατρίδα]] και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες<br /><b>2.</b> αυτός του οποίου η ζωή [[είναι]] προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάτοικος]] [[αυτού]] του κόσμου.
|mltxt=ο, θηλ. [[κοσμοπολίτισσα]] (ΑM [[κοσμοπολίτης]], θηλ. [[κοσμοπολῖτις]])<br />αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη [[πατρίδα]] και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες<br /><b>2.</b> αυτός του οποίου η ζωή [[είναι]] προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάτοικος]] [[αυτού]] του κόσμου.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''κοσμοπολίτης:''' ου (ῑ) ὁ космополит, гражданин мира Diog. [[Sinopensis]] ap. Diog. L.
|trtx=Arabic: مُوَاطِن اَلْعَالَم‎; Armenian: կոսմոպոլիտ, աշխարհաքաղաքացի; Bulgarian: космополит; Catalan: cosmopolita; Chinese Mandarin: 四海為家者, 四海为家者, 世界公民; Czech: světoobčan, kosmopolita; Danish: verdensborger; Dutch: wereldburger, kosmopoliet; Finnish: maailmankansalainen, kosmopoliitti; French: cosmopolite; Galician: cosmopolita; German: Weltbürger, Kosmopolit; Hungarian: kozmopolita, világpolgár; Japanese: 世界人, 国際人; Polish: kosmopolita; Portuguese: cosmopolita, cosmopolitano; Russian: космополи́т; Spanish: cosmopolita; Ukrainian: космополіт, космополітка
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοπολῑ́της Medium diacritics: κοσμοπολίτης Low diacritics: κοσμοπολίτης Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kosmopolítēs Transliteration B: kosmopolitēs Transliteration C: kosmopolitis Beta Code: kosmopoli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, Ionic: κοσμοπολιήτης; Epic, Doric, Aeolic: κοσμοπολίτας; citizen of the world, cosmopolitan, cosmopolite Ph.1.1, al., D.L.6.63:—fem. κοσμοπολῖτις as adjective, ψυχαί Ph.1.657.

German (Pape)

ὁ, Weltbürger, DL. 6.63; in derselben Äußerung des Diogenes bei Luc. Vit.auct. 8 steht κόσμου πολίτης; Sp.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοπολίτης: ου (ῑ) ὁ космополит, гражданин мира Diog. Sinopensis ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπολίτης: -ου, ὁ, πολίτης τοῦ κόσμου, Διογ. Λ. 6. 63· (παρὰ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 8, κόσμου πολίτης)· ― θηλ. -πολῖτις, Φίλων 1. 657.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM κοσμοπολίτης, θηλ. κοσμοπολῖτις)
αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη πατρίδα και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες
2. αυτός του οποίου η ζωή είναι προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες
μσν.
ο κάτοικος αυτού του κόσμου.

Translations

Arabic: مُوَاطِن اَلْعَالَم‎; Armenian: կոսմոպոլիտ, աշխարհաքաղաքացի; Bulgarian: космополит; Catalan: cosmopolita; Chinese Mandarin: 四海為家者, 四海为家者, 世界公民; Czech: světoobčan, kosmopolita; Danish: verdensborger; Dutch: wereldburger, kosmopoliet; Finnish: maailmankansalainen, kosmopoliitti; French: cosmopolite; Galician: cosmopolita; German: Weltbürger, Kosmopolit; Hungarian: kozmopolita, világpolgár; Japanese: 世界人, 国際人; Polish: kosmopolita; Portuguese: cosmopolita, cosmopolitano; Russian: космополи́т; Spanish: cosmopolita; Ukrainian: космополіт, космополітка