δειραχθής: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deirachthis | |Transliteration C=deirachthis | ||
|Beta Code=deiraxqh/s | |Beta Code=deiraxqh/s | ||
|Definition=ές, <span | |Definition=δειραχθές, [[heavy on the neck]], ἅμμα ''AP''6.179 (Arch.): | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές [[que aprieta el cuello]], [[ἅμμα]] <i>AP</i> 6.179 (Arch.). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[lourd au cou]].<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[ἄχθος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δειραχθής:''' [[обременяющий шею]] (Anth. - [[varia lectio|v.l.]] [[δειραγχής]]). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δειραχθής''': -ές, βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου, Ἀνθ. Π. 6. 179, [[ἔνθα]] ὁ Brunck ἐξ εἰκασίας δειραγχής, [[πνιγηρός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δειραχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δειρή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άχθομαι]] «βαρύνομαι, [[είμαι]] φορτωμένος»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δειραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄχθος]]<br />[[heavy]] on the [[neck]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
δειραχθές, heavy on the neck, ἅμμα AP6.179 (Arch.):
Spanish (DGE)
-ές que aprieta el cuello, ἅμμα AP 6.179 (Arch.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lourd au cou.
Étymologie: δειρή, ἄχθος.
Russian (Dvoretsky)
δειραχθής: обременяющий шею (Anth. - v.l. δειραγχής).
Greek (Liddell-Scott)
δειραχθής: -ές, βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου, Ἀνθ. Π. 6. 179, ἔνθα ὁ Brunck ἐξ εἰκασίας δειραγχής, πνιγηρός.
Greek Monolingual
δειραχθής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»].
Greek Monotonic
δειραχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ.