δεκάμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dekametros
|Transliteration C=dekametros
|Beta Code=deka/metros
|Beta Code=deka/metros
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of ten metrical units</b>: Subst. <b class="b3">-μετρον</b> (sc. <b class="b3">κῶλον</b>), τό, <b class="b2">decameter</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>496</span>, etc.</span>
|Definition=[[of ten metrical units]]: Subst. -μετρον (''[[sc.]]'' [[κῶλον]]), τό, [[decameter]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''496, etc.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.
}}
{{ls
|lstext='''δεκάμετρος''': -ον, ὁ ἐκ [[δέκα]] μέτρων συγκείμενος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δεκάμετρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] [[δέκα]] μέτρων («δεκάμετρη [[ταινία]]» — μετρικό όργανο του γεωμέτρη)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκάμετρο</i><br />[[μονάδα]] μήκους που περιέχει [[δέκα]] [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />έμμετρο [[απόσπασμα]] που αποτελείται από [[δέκα]] μετρικές μονάδες («περίοδον... πεντάμετρον»).
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάμετρος Medium diacritics: δεκάμετρος Low diacritics: δεκάμετρος Capitals: ΔΕΚΑΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: dekámetros Transliteration B: dekametros Transliteration C: dekametros Beta Code: deka/metros

English (LSJ)

of ten metrical units: Subst. -μετρον (sc. κῶλον), τό, decameter, Sch.Ar.Eq.496, etc.

German (Pape)

[Seite 542] zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάμετρος: -ον, ὁ ἐκ δέκα μέτρων συγκείμενος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάμετρος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» — μετρικό όργανο του γεωμέτρη)
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο
μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα
αρχ.
έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές μονάδες («περίοδον... πεντάμετρον»).