pescador: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγρεύς]], [[ἀγρευτήρ]], [[ | |sltx=[[ἀγκωβόλος]], [[ἀγρεύς]], [[ἀγρευτήρ]], [[ἀγρώστωρ]], [[ἁλιάδας]], [[ἁλιεργός]], [[ἁλιευόμενος]], [[ἁλιεύς]], [[ἁλιευτής]], [[ἁλιήτωρ]], [[ἁλίτης]], [[ἁλίτυπος]], [[ἀμφιβολεύς]], [[ἀσπαλιεύς]], [[ἀσπαλιευτής]], [[γαγγαμεύς]], [[γαγγαμουλκός]], [[γριπεύς]], [[δικτυβόλος]], [[δικτυουλκός]], [[ἐνυγροθηρευτής]], [[θαλασσουργός]], [[θαλαττουργός]], [[θηρευτής]], [[ἰχθυβόλος]], [[ἰχθυοθηρητήρ]], [[ἰχθυσιληϊστήρ]], [[καλαμεύς]], [[καλαμευτής]], [[λιμνουργός]], [[νυκτερευτής]], [[ὁρμιατόνος]], [[Ποντοθήρης]], [[σαγηνευτής]], [[σαγηνοβόλος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 4 December 2022
Spanish > Greek
ἀγκωβόλος, ἀγρεύς, ἀγρευτήρ, ἀγρώστωρ, ἁλιάδας, ἁλιεργός, ἁλιευόμενος, ἁλιεύς, ἁλιευτής, ἁλιήτωρ, ἁλίτης, ἁλίτυπος, ἀμφιβολεύς, ἀσπαλιεύς, ἀσπαλιευτής, γαγγαμεύς, γαγγαμουλκός, γριπεύς, δικτυβόλος, δικτυουλκός, ἐνυγροθηρευτής, θαλασσουργός, θαλαττουργός, θηρευτής, ἰχθυβόλος, ἰχθυοθηρητήρ, ἰχθυσιληϊστήρ, καλαμεύς, καλαμευτής, λιμνουργός, νυκτερευτής, ὁρμιατόνος, Ποντοθήρης, σαγηνευτής, σαγηνοβόλος