σαγηνοβόλος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ὁ, one who casts a net (σαγήνη), fisherman, AP6.167 (Agath.), 10.10 (Arch.Jun.).
German (Pape)
[Seite 857] das große Netz auswerfend, der Netzfischer; Agath. 28 (VI, 167); Archi. (X, 10).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jette sa seine, son filet, pêcheur.
Étymologie: σαγήνη, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
σᾰγηνοβόλος: ὁ закидывающий невод, т. е. рыбак Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνοβόλος: ὁ, ὁ ῥίπτων τὴν σαγήνην, ὁ ψαρεύων μὲ τὴν σαγήνην, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 167., 10. 10.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει με σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ταυροβόλος.
Greek Monotonic
σᾰγηνοβόλος: ὁ (βάλλω), αυτός που ρίχνει αλιευτικό δίχτυ, ψαράς, σε Ανθ.
Middle Liddell
σᾰγηνο-βόλος, ὁ, βάλλω
one who casts a drag-net, a fisherman, Anth.