σαγηνοβόλος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνοβόλος Medium diacritics: σαγηνοβόλος Low diacritics: σαγηνοβόλος Capitals: ΣΑΓΗΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: sagēnobólos Transliteration B: sagēnobolos Transliteration C: saginovolos Beta Code: saghnobo/los

English (LSJ)

ὁ, one who casts a net (σαγήνη), fisherman, AP6.167 (Agath.), 10.10 (Arch.Jun.).

German (Pape)

[Seite 857] das große Netz auswerfend, der Netzfischer; Agath. 28 (VI, 167); Archi. (X, 10).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jette sa seine, son filet, pêcheur.
Étymologie: σαγήνη, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνοβόλος: ὁ закидывающий невод, т. е. рыбак Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνοβόλος: ὁ, ὁ ῥίπτων τὴν σαγήνην, ὁ ψαρεύων μὲ τὴν σαγήνην, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 167., 10. 10.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει με σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ταυροβόλος.

Greek Monotonic

σᾰγηνοβόλος: ὁ (βάλλω), αυτός που ρίχνει αλιευτικό δίχτυ, ψαράς, σε Ανθ.

Middle Liddell

σᾰγηνο-βόλος, ὁ, βάλλω
one who casts a drag-net, a fisherman, Anth.