διΐπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[cruzar]] el espacio aéreo, [[pasar volando]] ἀετός Aesop.91, κατὰ ἀέρα διιπτάμενα πετεινά Olymp.<i>Iob</i> 35.11<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a una gran velocidad διιπτάμεθα βαρὺ τοῦ κύματος volamos a través de las olas</i> Luc.<i>Am</i>.6, ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃ un auriga, Ph.2.179.<br /><b class="num">2</b> [[atravesar en su vuelo]], del rayo [[fulminar]] Διὶ οὗ βέλος διίπταται ref. a la justicia de Zeus <i>SEG</i> 37.529 (Epiro III a.C.), (κεραυνός) ἀνθρώπου τε καθεύδοντος διαπτάμενος Plu.2.665b, καθάπερ ἀστραπῆς διιπταμένης Plu.2.1046d (l. a Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.50).<br /><b class="num">3</b> [[volar en todas direcciones]] διίπτατο τὸ πῦρ ἐπινοίας τάχιον I.<i>BI</i> 3.228<br /><b class="num">•</b>fig. [[difundirse]] διιπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.<br /><b class="num">II</b> tr. [[pasar volando por encima de]], [[recorrer al vuelo]] οὐδὲν διίπταται ὄρνεον αὐτήν (τὴν λίμνην τῆς Κύμης) Arist.<i>Mir</i>.839<sup>a</sup>24, αἶαν ... διιπταμένη σύ, χελιδών <i>AP</i> 9.346 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[volar por]] ὡς ὀρνέου διιπτάντος ἀέρα [[LXX]] <i>Sap</i>.5.11, cf. D.P.<i>Au</i>.1.1, fig. διὰ γὰρ [[βέλος]] ὥστε θάλασσαν ἵπτανται como una flecha surcan el mar</i> los delfines, Opp.<i>H</i>.2.535 (tm.).
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[cruzar]] el espacio aéreo, [[pasar volando]] ἀετός Aesop.91, κατὰ ἀέρα διιπτάμενα πετεινά Olymp.<i>Iob</i> 35.11<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a una gran velocidad διιπτάμεθα βαρὺ τοῦ κύματος volamos a través de las olas</i> Luc.<i>Am</i>.6, ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃ un auriga, Ph.2.179.<br /><b class="num">2</b> [[atravesar en su vuelo]], del rayo [[fulminar]] Διὶ οὗ βέλος διίπταται ref. a la justicia de Zeus <i>SEG</i> 37.529 (Epiro III a.C.), (κεραυνός) ἀνθρώπου τε καθεύδοντος διαπτάμενος Plu.2.665b, καθάπερ ἀστραπῆς διιπταμένης Plu.2.1046d (l. a Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.50).<br /><b class="num">3</b> [[volar en todas direcciones]] διίπτατο τὸ πῦρ ἐπινοίας τάχιον I.<i>BI</i> 3.228<br /><b class="num">•</b>fig. [[difundirse]] διιπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.<br /><b class="num">II</b> tr. [[pasar volando por encima de]], [[recorrer al vuelo]] οὐδὲν διίπταται ὄρνεον αὐτήν (τὴν λίμνην τῆς Κύμης) Arist.<i>Mir</i>.839<sup>a</sup>24, αἶαν ... διιπταμένη σύ, χελιδών <i>AP</i> 9.346 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[volar por]] ὡς ὀρνέου διιπτάντος ἀέρα [[LXX]] <i>Sap</i>.5.11, cf. D.P.<i>Au</i>.1.1, fig. διὰ γὰρ [[βέλος]] ὥστε θάλασσαν ἵπτανται como una flecha surcan el mar</i> los delfines, Opp.<i>H</i>.2.535 (tm.).
}}
{{pape
|ptext=([[ἵπταμαι]]), <i>[[durchfliegen]]</i>; διέπτατό τινος, Eur. <i>Suppl</i>. 884; Ar. <i>Vesp</i>. 1086; von der Zeit, <i>[[schnell]] [[vorübergehen]]</i>, Eur. <i>Herc.Fur</i>. 507; und so [[öfter]] von einer [[schnellen]] [[Bewegung]]; διαπτομένη Plat. <i>Phaed</i>. 70a, 84b; διϊπταμένη ἡ [[φήμη]] Hdn. 2.8.12, und andere Spätere Vgl. [[διαπέτομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διΐπταμαι Medium diacritics: διΐπταμαι Low diacritics: διίπταμαι Capitals: ΔΙΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: diḯptamai Transliteration B: diiptamai Transliteration C: diiptamai Beta Code: dii+/ptamai

English (LSJ)

late pres., = διαπέτομαι, Arist. Mir. 839a23, Hdn. 2.8.7, Luc. Am. 6, Max.Tyr. 22.6; impf. διϊπτάμην J. BJ 3.7.20.

Spanish (DGE)

I intr.
1 cruzar el espacio aéreo, pasar volando ἀετός Aesop.91, κατὰ ἀέρα διιπτάμενα πετεινά Olymp.Iob 35.11
fig. ref. a una gran velocidad διιπτάμεθα βαρὺ τοῦ κύματος volamos a través de las olas Luc.Am.6, ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃ un auriga, Ph.2.179.
2 atravesar en su vuelo, del rayo fulminar Διὶ οὗ βέλος διίπταται ref. a la justicia de Zeus SEG 37.529 (Epiro III a.C.), (κεραυνός) ἀνθρώπου τε καθεύδοντος διαπτάμενος Plu.2.665b, καθάπερ ἀστραπῆς διιπταμένης Plu.2.1046d (l. a Chrysipp.Stoic.3.50).
3 volar en todas direcciones διίπτατο τὸ πῦρ ἐπινοίας τάχιον I.BI 3.228
fig. difundirse διιπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.
II tr. pasar volando por encima de, recorrer al vuelo οὐδὲν διίπταται ὄρνεον αὐτήν (τὴν λίμνην τῆς Κύμης) Arist.Mir.839a24, αἶαν ... διιπταμένη σύ, χελιδών AP 9.346 (Leon.)
gener. volar por ὡς ὀρνέου διιπτάντος ἀέρα LXX Sap.5.11, cf. D.P.Au.1.1, fig. διὰ γὰρ βέλος ὥστε θάλασσαν ἵπτανται como una flecha surcan el mar los delfines, Opp.H.2.535 (tm.).

German (Pape)

(ἵπταμαι), durchfliegen; διέπτατό τινος, Eur. Suppl. 884; Ar. Vesp. 1086; von der Zeit, schnell vorübergehen, Eur. Herc.Fur. 507; und so öfter von einer schnellen Bewegung; διαπτομένη Plat. Phaed. 70a, 84b; διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn. 2.8.12, und andere Spätere Vgl. διαπέτομαι.