ψιμμύθιον: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
mNo edit summary
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
{{pape
|ptext=τό, ep. statt [[ψιμύθιον]].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 24 November 2022

Greek Monolingual

το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμίθιον και ψιμμίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α
σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο
νεοελλ.
1. καλλυντικό, φτειασίδι
2. το λευκό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψίμυθος, με επίθημα -ιον].

German (Pape)

τό, ep. statt ψιμύθιον.