εὐάμπελος: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evampelos | |Transliteration C=evampelos | ||
|Beta Code=eu)a/mpelos | |Beta Code=eu)a/mpelos | ||
|Definition= | |Definition=εὐάμπελον, [[with fine vines]], E.''Fr.''530.3, Str.3.3.1, al.: [[epithet]] of [[Dionysus]], ''AP''9.524.6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[aux belles vignes]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄμπελος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit [[schönen]] Weinstöcken</i>, Strab. III p. 152 und [[öfter]]. [[Beiwort]] des [[Dionysos]] (IX.524.6). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐάμπελος:''' [[увитый прекрасными виноградными гроздьями]] (эпитет Диониса) Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐάμπελος''': -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524. | |lstext='''εὐάμπελος''': -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐάμπελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία αμπέλια ( | |mltxt=[[εὐάμπελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῖνα τὴν εὐάμπελον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για ωραία αμπέλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άμπελος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐάμπελος:''' -ον, αυτός που έχει ωραία αμπέλια, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐάμπελος:''' -ον, αυτός που έχει ωραία αμπέλια, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
English (LSJ)
εὐάμπελον, with fine vines, E.Fr.530.3, Str.3.3.1, al.: epithet of Dionysus, AP9.524.6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles vignes.
Étymologie: εὖ, ἄμπελος.
German (Pape)
mit schönen Weinstöcken, Strab. III p. 152 und öfter. Beiwort des Dionysos (IX.524.6).
Russian (Dvoretsky)
εὐάμπελος: увитый прекрасными виноградными гроздьями (эпитет Диониса) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάμπελος: -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524.
Greek Monolingual
εὐάμπελος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῖνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια
3. επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].
Greek Monotonic
εὐάμπελος: -ον, αυτός που έχει ωραία αμπέλια, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-άμπελος, ον
with fine vines, Anth.