συμφόρως: Difference between revisions
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
m (Text replacement - "ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, [[χρ...) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμφόρως:''' [[полезно]], [[с пользой]]: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным. | |elrutext='''συμφόρως:''' [[полезно]], [[с пользой]]: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[usefully]]=== | |||
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:08, 12 March 2023
English (Woodhouse)
(see also: σύμφορος) beneficially, suitably
French (Bailly abrégé)
adv.
avantageusement, utilement;
Cp. συμφορώτερον, Sp. συμφορώτατα.
Étymologie: σύμφορος.
Russian (Dvoretsky)
συμφόρως: полезно, с пользой: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным.
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente