θαύμακτρον: Difference between revisions

m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thaymaktron
|Transliteration C=thaymaktron
|Beta Code=qau/maktron
|Beta Code=qau/maktron
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[money paid to see conjurers' tricks]], <span class="bibl">Sophr.120</span>.</span>
|Definition=τό, [[money paid to see conjurers' tricks]], Sophr.120.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

English (LSJ)

τό, money paid to see conjurers' tricks, Sophr.120.

German (Pape)

[Seite 1189] τό, Sophron bei E. M. 443, 52; Schneider vermuthet θυμίακτρον, thuribulum; Passow erkl. Geld, das man Gauklern zum Lohne giebt.

Greek (Liddell-Scott)

θαύμακτρον: τὸ, τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον ὅπως ἴδῃ τις τέχνασμα θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. θαῦμα Ι. 2).

Greek Monolingual

θαύμακτρον, το (Α)
χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. -τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή του γιατρού» κ.τ.ό.)].