ἐννεάζω: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enneazo
|Transliteration C=enneazo
|Beta Code=e)nnea/zw
|Beta Code=e)nnea/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spend one's youth in]], <b class="b3">μεγέθει σώματος ἐννεάσαι</b> to [[be of]] great stature [[in one's youth]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.54</span>; τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει <span class="bibl">Ph.1.622</span>; <b class="b3">ἐ. [τῇ βασιλείᾳ] καὶ ἐγγηράσκει</b>, of one crowned in his mother's womb, <span class="bibl">Agath.4.25</span>; <b class="b3">ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι</b> [[having bloomed]] in spring, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>51</span>.</span>
|Definition=[[spend one's youth in]], <b class="b3">μεγέθει σώματος ἐννεάσαι</b> to [[be of]] great stature [[in one's youth]], Hp.''Aph.''2.54; τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622; <b class="b3">ἐ. [τῇ βασιλείᾳ] καὶ ἐγγηράσκει</b>, of one crowned in his mother's womb, Agath.4.25; <b class="b3">ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι</b> [[having bloomed]] in spring, Philostr.''Ep.''51.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[pasar la juventud en]], [[ser joven]] c. dat. μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίν ser joven teniendo buena estatura es noble</i> Hp.<i>Aph</i>.2.54, τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622, (βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντος Synes.<i>Regn</i>.13, τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇ Synes.<i>Ep</i>.11, cf. Agath.4.25.5.<br /><b class="num">2</b> [[florecer]] (ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦρι Philostr.<i>Ep</i>.51, fig. οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος [[βίος]] ἐννεάζει Eust.1257.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐννεάζω''': [[νεάζω]] ἔν τινι, [[διέρχομαι]] τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα [[σῶμα]] ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.
|lstext='''ἐννεάζω''': [[νεάζω]] ἔν τινι, [[διέρχομαι]] τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα [[σῶμα]] ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[pasar la juventud en]], [[ser joven]] c. dat. μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίν ser joven teniendo buena estatura es noble</i> Hp.<i>Aph</i>.2.54, τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622, (βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντος Synes.<i>Regn</i>.13, τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇ Synes.<i>Ep</i>.11, cf. Agath.4.25.5.<br /><b class="num">2</b> [[florecer]] (ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦρι Philostr.<i>Ep</i>.51, fig. οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος [[βίος]] ἐννεάζει Eust.1257.33.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννεάζω]] (AM) [[νεάζω]]<br />[[περνώ]] τη [[νεότητα]] («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῦ περιπάτου δογμάτων», Συν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ρόδο]]) [[ανθώ]] («[[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.).
|mltxt=[[ἐννεάζω]] (AM) [[νεάζω]]<br />[[περνώ]] τη [[νεότητα]] («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῦ περιπάτου δογμάτων», Συν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ρόδο]]) [[ανθώ]] («[[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάζω Medium diacritics: ἐννεάζω Low diacritics: εννεάζω Capitals: ΕΝΝΕΑΖΩ
Transliteration A: enneázō Transliteration B: enneazō Transliteration C: enneazo Beta Code: e)nnea/zw

English (LSJ)

spend one's youth in, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι to be of great stature in one's youth, Hp.Aph.2.54; τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622; ἐ. [τῇ βασιλείᾳ] καὶ ἐγγηράσκει, of one crowned in his mother's womb, Agath.4.25; ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι having bloomed in spring, Philostr.Ep.51.

Spanish (DGE)

1 pasar la juventud en, ser joven c. dat. μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίν ser joven teniendo buena estatura es noble Hp.Aph.2.54, τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622, (βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντος Synes.Regn.13, τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇ Synes.Ep.11, cf. Agath.4.25.5.
2 florecer (ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦρι Philostr.Ep.51, fig. οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος βίος ἐννεάζει Eust.1257.33.

German (Pape)

[Seite 846] seine Jugend zubringen in, τινί, Hippocr. u. Sp.; ῥόδον ἦρι ἐννεάσαν, im Frühling blühend, Philostr., ep. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάζω: νεάζω ἔν τινι, διέρχομαι τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα σῶμα ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.

Greek Monolingual

ἐννεάζω (AM) νεάζω
περνώ τη νεότητα («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῦ περιπάτου δογμάτων», Συν.)
αρχ.
(για ρόδο) ανθώῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.).