νηρίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nhri/ths
|Beta Code=nhri/ths
|Definition=v. [[νηρείτης]].
|Definition=v. [[νηρείτης]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>eine [[bunte]] [[Meerschnecke]] mit einem [[Deckel]]</i>, Ael. <i>H.A</i>. 14.28, vgl. [[νηρείτης]] und [[ἀναρίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''νηρίτης:''' (ῑ) и [[νηρείτης]], ου ὁ [[нерит]] (род морского моллюска) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{elru
|elrutext='''νηρίτης:''' (ῑ) и [[νηρείτης]], ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''νηρίτης''': (-εί-)<br />{nērítēs}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Art Meeresschnecke (Arist.).<br />'''Derivative''': Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.<br />'''Etymology''' : Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit [[Νήρειος]], [[Νηρεύς]] beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an [[νηρόν]] [[Wasser]] wird schon durch die vokalisch anlautenden [[ἀναρ]]-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.<br />'''Page''' 2,316
|ftr='''νηρίτης''': (-εί-)<br />{nērítēs}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Art Meeresschnecke (Arist.).<br />'''Derivative''': Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.<br />'''Etymology''': Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit [[Νήρειος]], [[Νηρεύς]] beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an [[νηρόν]] [[Wasser]] wird schon durch die vokalisch anlautenden [[ἀναρ]]-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.<br />'''Page''' 2,316
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηρίτης Medium diacritics: νηρίτης Low diacritics: νηρίτης Capitals: ΝΗΡΙΤΗΣ
Transliteration A: nērítēs Transliteration B: nēritēs Transliteration C: niritis Beta Code: nhri/ths

English (LSJ)

v. νηρείτης.

German (Pape)

ὁ, eine bunte Meerschnecke mit einem Deckel, Ael. H.A. 14.28, vgl. νηρείτης und ἀναρίτης.

Russian (Dvoretsky)

νηρίτης: (ῑ) и νηρείτης, ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νηρίτης: [ῑ], ἴδε νηρείτης.

Greek Monolingual

νηρίτης και νηρείτης, ὁ (Α)
ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ' όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. της λ. ἀναρίτης γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού α-, ενώ η σύνδεση της λ. με νηρόν «νερό» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. νηρόν είναι μτγν. Τέλος, η σύνδεση με νήριτος «αναρίθμητος» δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymological English

(-εί-)
Grammatical information: m.
Meaning: several kinds of sea-snails (Arist.); Thompson Fishes s.v.
Other forms: Besides ἀναρίτας (Ibyc., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); on the Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 n. 4.
Compounds: νηριτοτρόφος (A. Fr. 312), but see Leumann, Hom. Wörter 245.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The usual notation with -εί- may rest on association with Νήρειος, Νηρεύς; the in itself not probable connection with νηρόν water is strongly endangered by the forms ἀναρ-, ἀνηρ- that begin with a vowel. Cf. Redard 81 a. 248 n. 3. Fur. 372 takes the varying initial as evidence for Pre-Greek.

Frisk Etymology German

νηρίτης: (-εί-)
{nērítēs}
Grammar: m.
Meaning: Art Meeresschnecke (Arist.).
Derivative: Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.
Etymology: Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit Νήρειος, Νηρεύς beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an νηρόν Wasser wird schon durch die vokalisch anlautenden ἀναρ-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.
Page 2,316