κολλώδης: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kollodis | |Transliteration C=kollodis | ||
|Beta Code=kollw/dhs | |Beta Code=kollw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κολλῶδες, [[glutinous]], [[viscous]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''427b, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''568b11, 623b30 (Sup.), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.16.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath.3.120c, Aret.''SD''1.11; of rheum in the eye, ''PMed.Strassb.''p.6, Philum.''Ven.'' 14.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1474.png Seite 1474]] ες, leimartig, [[klebrig]]; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1474.png Seite 1474]] ες, leimartig, [[klebrig]]; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[collant]], [[gluant]], [[visqueux]].<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολλώδης -ες [κόλλα] [[plakkerig]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολλώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[клейкий]], [[вязкий]] (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[выделяющий камедь]], [[смолистый]] (δένδρα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόλλαν, [[κολλητικός]], [[γλοιώδης]], Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4. | |lstext='''κολλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόλλαν, [[κολλητικός]], [[γλοιώδης]], Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[κολλώδης]], -ῶδες) [[κόλλα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κόλλα]], που έχει κολλητικές ιδιότητες, [[γλοιώδης]] («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ες (AM [[κολλώδης]], -ῶδες) [[κόλλα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κόλλα]], που έχει κολλητικές ιδιότητες, [[γλοιώδης]] («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:51, 24 November 2023
English (LSJ)
κολλῶδες, glutinous, viscous, Pl.Cra.427b, Arist.HA568b11, 623b30 (Sup.), Thphr. CP 5.16.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath.3.120c, Aret.SD1.11; of rheum in the eye, PMed.Strassb.p.6, Philum.Ven. 14.2.
German (Pape)
[Seite 1474] ες, leimartig, klebrig; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
collant, gluant, visqueux.
Étymologie: κόλλα, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολλώδης -ες [κόλλα] plakkerig.
Russian (Dvoretsky)
κολλώδης:
1 клейкий, вязкий (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);
2 выделяющий камедь, смолистый (δένδρα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κολλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόλλαν, κολλητικός, γλοιώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4.
Greek Monolingual
-ες (AM κολλώδης, -ῶδες) κόλλα
αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.).