παρασύνθετος: Difference between revisions
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parasynthetos | |Transliteration C=parasynthetos | ||
|Beta Code=parasu/nqetos | |Beta Code=parasu/nqetos | ||
|Definition= | |Definition=παρασύνθετον, [[formed from a compound]], A.D.''Synt.''330.5, ''EM''131.42, 155.56, 493.18. Adv. [[παρασυνθέτως]] ''An.Ox.''3.182. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0501.png Seite 501]] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0501.png Seite 501]] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασύνθετος:''' грам. произведенный от составного слова. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[παρασύνθετος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη [[λέξη]] («το ρ. [[αποστατώ]] [[είναι]] παρασύνθετο, [[επειδή]] παράγεται από τη σύνθετη [[λέξη]] [[αποστάτης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. [[Αρεοπαγίτης]] <span style="color: red;"><</span> Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης <span style="color: red;"><</span> Άγιος Τάφος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τα παρασύνθετα</i><br />οι παρασύνθετες λέξεις. | |mltxt=-η, -ο / [[παρασύνθετος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη [[λέξη]] («το ρ. [[αποστατώ]] [[είναι]] παρασύνθετο, [[επειδή]] παράγεται από τη σύνθετη [[λέξη]] [[αποστάτης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. [[Αρεοπαγίτης]] <span style="color: red;"><</span> Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης <span style="color: red;"><</span> Άγιος Τάφος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τα παρασύνθετα</i><br />οι παρασύνθετες λέξεις. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
παρασύνθετον, formed from a compound, A.D.Synt.330.5, EM131.42, 155.56, 493.18. Adv. παρασυνθέτως An.Ox.3.182.
German (Pape)
[Seite 501] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.
Russian (Dvoretsky)
παρασύνθετος: грам. произведенный от составного слова.
Greek (Liddell-Scott)
παρασύνθετος: -ον, ὁ ἀπὸ συνθέτου παραγόμενος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 324, Ἐτυμολ. Μέγ. 131. 42., 155, έν τέλ. 493. 18· ἀλλὰ παρασύνθεσις ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φαβωρ. ἐν λ. πρόθεσις ὡς σημαῖνον σύνθεσις προθέσεως μετὰ ῥήματος ἀρχομένου ἀπὸ φωνήεντος, ὡς κάθημαι.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρασύνθετος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη λέξη («το ρ. αποστατώ είναι παρασύνθετο, επειδή παράγεται από τη σύνθετη λέξη αποστάτης»)
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. Αρεοπαγίτης < Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης < Άγιος Τάφος
2. (το ουδ. πληθ.) τα παρασύνθετα
οι παρασύνθετες λέξεις.