περιπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripigis
|Transliteration C=peripigis
|Beta Code=periphgh/s
|Beta Code=periphgh/s
|Definition=ές, [[congealed around]], λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 107</span>.
|Definition=περιπηγές, [[congealed around]], λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις Nic.''Al.'' 107.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει [[γύρω]] από κάποιον ή [[πάνω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει [[γύρω]] από κάποιον ή [[πάνω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[ευπηγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπηγής Medium diacritics: περιπηγής Low diacritics: περιπηγής Capitals: ΠΕΡΙΠΗΓΗΣ
Transliteration A: peripēgḗs Transliteration B: peripēgēs Transliteration C: peripigis Beta Code: periphgh/s

English (LSJ)

περιπηγές, congealed around, λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις Nic.Al. 107.

German (Pape)

[Seite 587] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107.

Greek (Liddell-Scott)

περιπηγής: -ές, ὁ πεπηγμένος περί τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «ἐπεὶ περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ δάκρυον τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει γύρω από κάποιον ή πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευπηγής].