πλειονότης: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (1 revision imported) |
||
(3 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleionotis | |Transliteration C=pleionotis | ||
|Beta Code=pleiono/ths | |Beta Code=pleiono/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, [[length of string]] in the monochord, | |Definition=-ητος, ἡ, [[length of string]] in the monochord, Nicom. ''Harm.''10 (pl., opp. [[βραχύτητες]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[βραχύτης]], Nicom. mus., s. [[πλεονότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλειονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[μακρότης]] συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18. | |lstext='''πλειονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[μακρότης]] συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[πλειονότης]], -ητος, ΝΑ, [[πλειότης]] και [[πλεονότης]] Α [[πλείον]] / [[πλέον]]<br />το μεγαλύτερο [[τμήμα]] πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μεγαλύτερο [[μήκος]], η [[μακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[μακρότητα]] της χορδής του μονοχόρδου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:57, 4 October 2024
English (LSJ)
-ητος, ἡ, length of string in the monochord, Nicom. Harm.10 (pl., opp. βραχύτητες).
German (Pape)
[Seite 628] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Gegensatz von βραχύτης, Nicom. mus., s. πλεονότης.
Greek (Liddell-Scott)
πλειονότης: -ητος, ἡ, ἡ μακρότης συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.
Greek Monolingual
η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέον
το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων
αρχ.
1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα
2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.