πυκνόδους: Difference between revisions
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyknodous | |Transliteration C=pyknodous | ||
|Beta Code=pukno/dous | |Beta Code=pukno/dous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. | |Definition=ὁ, ἡ, gen. -όδοντος, [[with teeth close together]], Sch.Opp. ''H.''1.170. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -όδοντος, with teeth close together, Sch.Opp. H.1.170.
German (Pape)
[Seite 815] οντος, dichtzähnig, mit dicht aneinanderstehenden Zähnen, Schol. Opp. Hal. 1, 170.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας πυκνούς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 170, Λυκόφρ. 414.
Greek Monolingual
-οντος, ο, ΝΑ
νεοελλ.
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιχθύων που λείψανα τους ανακαλύφθηκαν σε θαλάσσιες αποθέσεις του ιουρασικού και αποτελούν τυπική μορφή τών πυκνοδόντων οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από πλευρικά πεπλατυσμένο σώμα και κυκλικό περίγραμμα
αρχ.
αυτός που έχει πυκνά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀδούς «δόντι». Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pycnodonta].