σταχυηρός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stachyiros
|Transliteration C=stachyiros
|Beta Code=staxuhro/s
|Beta Code=staxuhro/s
|Definition=ά, όν, [[bearing ears of corn]], σπέρμα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.16.4</span>; <b class="b3">τὰ σ</b>. [[plants that bear ears]], [[cereals]], ib.<span class="bibl">1.11.4</span>, al.
|Definition=ά, όν, [[bearing ears of corn]], σπέρμα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.16.4; <b class="b3">τὰ σ.</b> [[plants that bear ears]], [[cereals]], ib.1.11.4, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τά σταχυηρά</i><br />τα φυτά που σχηματίζουν [[στάχυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σταχυηρὸν [[σπέρμα]]» — [[σπόρος]] από τον οποίο παράγεται [[φυτό]] με στάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τά σταχυηρά</i><br />τα φυτά που σχηματίζουν [[στάχυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σταχυηρὸν [[σπέρμα]]» — [[σπόρος]] από τον οποίο παράγεται [[φυτό]] με στάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[νοσηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠηρός Medium diacritics: σταχυηρός Low diacritics: σταχυηρός Capitals: ΣΤΑΧΥΗΡΟΣ
Transliteration A: stachyērós Transliteration B: stachyēros Transliteration C: stachyiros Beta Code: staxuhro/s

English (LSJ)

ά, όν, bearing ears of corn, σπέρμα Thphr. HP 9.16.4; τὰ σ. plants that bear ears, cereals, ib.1.11.4, al.

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren, τὰ σταχυηρά, die ährentragenden Pflanzen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυηρός: -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. το ουδ. ως ουσ. τά σταχυηρά
τα φυτά που σχηματίζουν στάχυ
2. φρ. «σταχυηρὸν σπέρμα» — σπόρος από τον οποίο παράγεται φυτό με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].