συνανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synanoigo
|Transliteration C=synanoigo
|Beta Code=sunanoi/gw
|Beta Code=sunanoi/gw
|Definition=[[open in company with]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις <span class="title">IG</span>12.91.16; [[συνανοίγνουσα]] (sic) τὰ συγχωσθέντα <span class="title">SIG</span>799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span> 20.235c</span>.
|Definition=[[open in company with]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς.. ταμίαις ''IG''12.91.16; [[συνανοίγνουσα]] (sic) τὰ συγχωσθέντα ''SIG''799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι Them.''Or.'' 20.235c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ [[συγκλείω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
|lstext='''συνανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ [[συγκλείω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανοίγω Medium diacritics: συνανοίγω Low diacritics: συνανοίγω Capitals: ΣΥΝΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: synanoígō Transliteration B: synanoigō Transliteration C: synanoigo Beta Code: sunanoi/gw

English (LSJ)

open in company with, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς.. ταμίαις IG12.91.16; συνανοίγνουσα (sic) τὰ συγχωσθέντα SIG799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι Them.Or. 20.235c.

Greek (Liddell-Scott)

συνανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ συγκλείω, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.

Greek Monolingual

ΜΑ
ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.