συνεπιρρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepirreo
|Transliteration C=synepirreo
|Beta Code=sunepirre/w
|Beta Code=sunepirre/w
|Definition=[[flow to together]], Gal.13.668, <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.69.19</span> (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος <span class="bibl">D.H.10.16</span>; [[extend in flow]], ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.
|Definition=[[flow to together]], Gal.13.668, ''PGrenf.''2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; [[extend in flow]], ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.
}}
{{ls
|lstext='''συνεπιρρέω''': [[συρρέω]], [[τρέχω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ [[ἔλαιον]] συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=couler <i>ou</i> se répandre de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιρρέω]].
|btext=couler <i>ou</i> se répandre de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιρρέω]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιρρέω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συντελώ]], [[συμβάλλω]].
|ptext=([[ῥέω]]), <i>mit od. [[zugleich]] [[hinzufließen]]</i>, Plut. <i>Symp</i>. 6.9.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεπιρρέω:''' [[одновременно стекать]], [[растекаться]] Plut.
|elrutext='''συνεπιρρέω:''' [[одновременно стекать]], [[растекаться]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''συνεπιρρέω''': [[συρρέω]], [[τρέχω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ [[ἔλαιον]] συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιρρέω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συντελώ]], [[συμβάλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέω Medium diacritics: συνεπιρρέω Low diacritics: συνεπιρρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΩ
Transliteration A: synepirréō Transliteration B: synepirreō Transliteration C: synepirreo Beta Code: sunepirre/w

English (LSJ)

flow to together, Gal.13.668, PGrenf.2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; extend in flow, ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.

French (Bailly abrégé)

couler ou se répandre de tous côtés.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέω.

German (Pape)

(ῥέω), mit od. zugleich hinzufließen, Plut. Symp. 6.9.3.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέω: одновременно стекать, растекаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέω: συρρέω, τρέχω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ ἔλαιον συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιρρέω
1. τρέχω προς ένα σημείο μαζί με άλλον
2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
μσν.
μτφ. συντελώ, συμβάλλω.