διυλιστός: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diylistos
|Transliteration C=diylistos
|Beta Code=diulisto/s
|Beta Code=diulisto/s
|Definition=ή, όν, [[filtered]], [[strained]], ἔλαιον <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>97.3</span>, cf. Gal.19.688.
|Definition=διυλιστή, διυλιστόν, [[filtered]], [[strained]], ἔλαιον ''PRyl.''97.3, cf. Gal.19.688.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[filtrado]], [[ἔλαιον]] ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν <i>PRyl</i>.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διῡλιστός''': -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.
|lstext='''διῡλιστός''': -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[filtrado]], [[ἔλαιον]] ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν <i>PRyl</i>.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διυλιστός]], -ή, -όν)<br />καθαρισμένος, στραγγισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, [[διύλιση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διυλιστός]], -ή, -όν)<br />καθαρισμένος, στραγγισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, [[διύλιση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διῡλιστός Medium diacritics: διυλιστός Low diacritics: διυλιστός Capitals: ΔΙΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: diulistós Transliteration B: diulistos Transliteration C: diylistos Beta Code: diulisto/s

English (LSJ)

διυλιστή, διυλιστόν, filtered, strained, ἔλαιον PRyl.97.3, cf. Gal.19.688.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
filtrado, ἔλαιον ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν PRyl.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15.

Greek (Liddell-Scott)

διῡλιστός: -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διυλιστός, -ή, -όν)
καθαρισμένος, στραγγισμένος
νεοελλ.
αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, διύλιση.