δυσκαταγώνιστος: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyskatagonistos | |Transliteration C=dyskatagonistos | ||
|Beta Code=duskatagw/nistos | |Beta Code=duskatagw/nistos | ||
|Definition= | |Definition=δυσκαταγώνιστον, [[hard to overcome]], Plb.15.15.8, D.H.3.7; [[hard to refute]], Id.''Rh.''8.3; [[τὸ δυσκαταγώνιστον]] = [[impregnability]], Corn.''ND''20. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de derrotar]] del ejército romano, Plb.15.15.8, cf. App.<i>BC</i> 4.137, Basil.M.31.508C, τοῖς διὰ τὸ μέγεθος δυσκαταγωνίστοις (ἰχθύσι) [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.15, cf. 37, de los persas, Sch.A.<i>Pers</i>.1013aM., de Gerión, Sch.Ar.<i>Ach</i>.1082c<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ δυσκαταγώνιστον]] = [[cualidad de inexpugnable]] Corn.<i>ND</i> 20.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de dominar]], [[rebelde]] de pers. οἱ μεμηνότες ... τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι los locos ... rebeldes al tratamiento</i> Luc.<i>Abd</i>.17, cf. Vett.Val.236.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[difícil de superar o vencer]] ἰσχύς D.H.3.7, καιροί Vett.Val.263.24, [[ἆθλον]] Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.368.16, πόλεμος Lib.<i>Eth</i>.12.2, αἱ τῆς φύσεως ὁρμαί Them.<i>Or</i>.8.120a, δυσκαταγωνιστότερον δὲ φυλακτήριον εὔνοια φόβου la benevolencia es protección más invencible que el miedo</i> Them.<i>Or</i>.19.231d, νόσος Pall.<i>in Hp</i>.165<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ δυσκαταγώνιστον]] = [[dificultad de superar]] Gal.8.689<br /><b class="num">•</b>ret. [[difícil de refutar]] op. [[εὐδιάλυτος]] D.H.<i>Rh</i>.8.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκαταγώνιστος:''' [[трудно одолимый]] ([[δύσμαχος]] καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκατᾰγώνιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως καταγωνίζεταί τις, δυσκατάβλητος, Πολύβ. 15. 15, 8, κτλ. | |lstext='''δυσκατᾰγώνιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως καταγωνίζεταί τις, δυσκατάβλητος, Πολύβ. 15. 15, 8, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκαταγώνιστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[επιχείρημα]]) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκαταγώνιστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[επιχείρημα]]) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
δυσκαταγώνιστον, hard to overcome, Plb.15.15.8, D.H.3.7; hard to refute, Id.Rh.8.3; τὸ δυσκαταγώνιστον = impregnability, Corn.ND20.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de derrotar del ejército romano, Plb.15.15.8, cf. App.BC 4.137, Basil.M.31.508C, τοῖς διὰ τὸ μέγεθος δυσκαταγωνίστοις (ἰχθύσι) D.S.3.15, cf. 37, de los persas, Sch.A.Pers.1013aM., de Gerión, Sch.Ar.Ach.1082c
•neutr. subst. τὸ δυσκαταγώνιστον = cualidad de inexpugnable Corn.ND 20.
2 fig. difícil de dominar, rebelde de pers. οἱ μεμηνότες ... τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι los locos ... rebeldes al tratamiento Luc.Abd.17, cf. Vett.Val.236.3
•de abstr. difícil de superar o vencer ἰσχύς D.H.3.7, καιροί Vett.Val.263.24, ἆθλον Gr.Nyss.Hom.in Eccl.368.16, πόλεμος Lib.Eth.12.2, αἱ τῆς φύσεως ὁρμαί Them.Or.8.120a, δυσκαταγωνιστότερον δὲ φυλακτήριον εὔνοια φόβου la benevolencia es protección más invencible que el miedo Them.Or.19.231d, νόσος Pall.in Hp.165
•neutr. subst. τὸ δυσκαταγώνιστον = dificultad de superar Gal.8.689
•ret. difícil de refutar op. εὐδιάλυτος D.H.Rh.8.3.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταγώνιστος: трудно одолимый (δύσμαχος καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατᾰγώνιστος: -ον, ὃν δυσκόλως καταγωνίζεταί τις, δυσκατάβλητος, Πολύβ. 15. 15, 8, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσκαταγώνιστος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα
αρχ.
(για επιχείρημα) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.