θαλασσίδιος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalassidios
|Transliteration C=thalassidios
|Beta Code=qalassi/dios
|Beta Code=qalassi/dios
|Definition=α, ον, = [[θαλάσσιος]], [[χῶροι]] <span class="bibl">Hdt.4.199</span>.
|Definition=α, ον, = [[θαλάσσιος]], [[χῶροι]] [[Herodotus|Hdt.]]4.199.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

English (LSJ)

α, ον, = θαλάσσιος, χῶροι Hdt.4.199.

German (Pape)

[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θαλάσσιος.

Greek Monolingual

θαλασσίδιος, -ία, -ον (AM)
το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μοιρίδιος, προικίδιος)].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσίδιος: Her. = θαλάσσιος.