κανονισμός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kanonismos | |Transliteration C=kanonismos | ||
|Beta Code=kanonismo/s | |Beta Code=kanonismo/s | ||
|Definition=ὁ, perhaps [[the frieze]] of a building, in plural, | |Definition=ὁ, perhaps [[the frieze]] of a building, in plural, Man.1.299, 4.151. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] ὁ, das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] ὁ, das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein Teil des Gebäudes, vielleicht der Fries. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
ὁ, perhaps the frieze of a building, in plural, Man.1.299, 4.151.
German (Pape)
[Seite 1321] ὁ, das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein Teil des Gebäudes, vielleicht der Fries.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνονισμός: ὁ, ἴσως ἡ ζῳοφόρος οἰκοδομήματος, Μανέθων 1. 299., 1. 151
Greek Monolingual
ο (Α κανονισμός) κανονίζω
νεοελλ.
1. η ρύθμιση, η τακτοποίηση, η διευθέτηση (α. «κανονισμός τών εξόδων» β. «κανονισμός βολής»)
2. το σύνολο τών διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία κάθε οργανωμένου σώματος ή ομαδικής προσπάθειας («ο κανονισμός της Βουλής»
αρχ.
πιθ. το διάζωμα ή η ζωφόρος οικοδομήματος.