κυμάτωσις: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kymatosis | |Transliteration C=kymatosis | ||
|Beta Code=kuma/twsis | |Beta Code=kuma/twsis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[flow]] of the tide, | |Definition=-εως, ἡ, [[flow]] of the tide, Str.1.3.8; κλύδων καὶ κ. Ph.1.14: metaph., <b class="b3">κυματώσεις καὶ στροφαί</b>, of life, Id.''Fr.''63 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, flow of the tide, Str.1.3.8; κλύδων καὶ κ. Ph.1.14: metaph., κυματώσεις καὶ στροφαί, of life, Id.Fr.63 H.
German (Pape)
[Seite 1530] ἡ, das Wogen, Fluthen; Strab. I, 53; Philo öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμάτωσις: -εως, ἡ, κύμανσις, σάλος κυμάτων, σφοδρὰ κυμάτωσις, ὑφ’ ἧς πάντες οἱ νεκροὶ ἀπεβράσθησαν Φίλων τ. 2, σ. 174, 25· κλύδωνι καὶ κυματώσει παρὰ τῷ αὐτῷ τ. 1. σ. 14, 23· παρὰ τῷ Στράβ. 53 φαίνεται ἡ λέξις ὡς σημαίνουσα κυματωγήν.
Greek Monolingual
κυμάτωσις, ἡ (Α) κυματώ
1. μεγάλος κυματισμός, κύμανση, σάλος κυμάτων
2. μτφ. διακυμάνσεις, ταραχές ή δυσκολίες της ζωής.