λευκόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkolithos
|Transliteration C=lefkolithos
|Beta Code=leuko/liqos
|Beta Code=leuko/liqos
|Definition=ον, [[made of white marble]], ἔργα <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. <span class="title">OGI</span>510 ( = <span class="title">Ephes.</span>2 No.39, ii A.D.); <b class="b3">στήλη, στάλα λ</b>., <span class="title">IPE</span>12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς <span class="bibl">Str.5.3.8</span>; στοαί <span class="bibl">Id.12.5.3</span>: as [[substantive]], -λίθου στάλᾳ <span class="title">IPE</span>12.357 (Chersonesus).
|Definition=λευκόλιθον, [[made of white marble]], ἔργα ''Supp.Epigr.''4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. ''OGI''510 (= ''Ephes.''2 No.39, ii A.D.); <b class="b3">στήλη, στάλα λ.</b>, ''IPE''12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς Str.5.3.8; στοαί Id.12.5.3: as [[substantive]], -λίθου στάλᾳ ''IPE''12.357 (Chersonesus).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόλῐθος Medium diacritics: λευκόλιθος Low diacritics: λευκόλιθος Capitals: ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: leukólithos Transliteration B: leukolithos Transliteration C: lefkolithos Beta Code: leuko/liqos

English (LSJ)

λευκόλιθον, made of white marble, ἔργα Supp.Epigr.4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. OGI510 (= Ephes.2 No.39, ii A.D.); στήλη, στάλα λ., IPE12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς Str.5.3.8; στοαί Id.12.5.3: as substantive, -λίθου στάλᾳ IPE12.357 (Chersonesus).

German (Pape)

[Seite 34] von weißem Steine, Strab. V, 236; στήλη, Inscr. 2059; τὸ λευκ., weißer Marmor, Strab. XII, 567.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόλῐθος: -ον, ἐκ λευκοῦ πεποιημένος λίθου ἢ μαρμάρου, στήλη Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 43., 2061, κ. ἀλλ.· πρβλ. Στράβ. 236· στοαὶ ὁ αὐτ. ἐν 567.

Greek Monolingual

(I)
ο
(ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή ποικιλία του μαγνησίτη και που το χρώμα του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + λίθος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. dechter Magnesit].
(II)
λευκόλιθος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από λευκό λίθο.