μιξοφρύγιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miksofrygios
|Transliteration C=miksofrygios
|Beta Code=micofru/gios
|Beta Code=micofru/gios
|Definition=[ῠ], ον<, [[half-Phrygian]], of dialect, <span class="bibl">Xanth.8</span>; πολίχναι <span class="bibl">Str.13.4.13</span>.
|Definition=[ῠ], ον<, [[half-Phrygian]], of dialect, Xanth.8; πολίχναι Str.13.4.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à moitié phrygien]].<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[Φρυγία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μιξοφρύγιος''': [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε [[μιξολύδιος]]. - Ἐπὶ ἁρμονίας, [[μιξοφρύγιος]] [[ἁρμονία]] Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α.
|lstext='''μιξοφρύγιος''': [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε [[μιξολύδιος]]. - Ἐπὶ ἁρμονίας, [[μιξοφρύγιος]] [[ἁρμονία]] Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié phrygien.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[Φρυγία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοφρύγιος Medium diacritics: μιξοφρύγιος Low diacritics: μιξοφρύγιος Capitals: ΜΙΞΟΦΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: mixophrýgios Transliteration B: mixophrygios Transliteration C: miksofrygios Beta Code: micofru/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον<, half-Phrygian, of dialect, Xanth.8; πολίχναι Str.13.4.13.

German (Pape)

[Seite 189] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié phrygien.
Étymologie: μίγνυμι, Φρυγία.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε μιξολύδιος. - Ἐπὶ ἁρμονίας, μιξοφρύγιος ἁρμονία Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α.

Greek Monolingual

μιξοφρύγιος και μειξοφρύγιος, -ον (Α)
(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι/ μείγνυμι + φρύγιος (< Φρυγία)].

Greek Monotonic

μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον, κατά το ήμισυ φρυγικός, ως προς τη διάλεκτο ή τη μουσική, σε Στράβ.

Middle Liddell

μιξο-φρῠ́γιος, ον
half-Phrygian, Strab.