ξενότροπος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenotropos | |Transliteration C=ksenotropos | ||
|Beta Code=ceno/tropos | |Beta Code=ceno/tropos | ||
|Definition= | |Definition=ξενότροπον, ''Glossaria'' on [[ἑτερότροπος]], Sch. Opp.''H.'' 1.379. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ξενότροπος]], -ον)<br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται [[κατά]] τον τρόπο τών ξένων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενοτρόπως</i> και <i>ξενότροπα</i> (Μ ξενοτρόπως)<br />με παράξενο τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων<br /><b>μσν.</b><br />με θαυμαστό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρόπος]] ( | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ξενότροπος]], -ον)<br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται [[κατά]] τον τρόπο τών ξένων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενοτρόπως</i> και <i>ξενότροπα</i> (Μ ξενοτρόπως)<br />με παράξενο τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων<br /><b>μσν.</b><br />με θαυμαστό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρόπος]] ([[πρβλ]]. [[ιδιότροπος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ξενότροπον, Glossaria on ἑτερότροπος, Sch. Opp.H. 1.379.
Greek (Liddell-Scott)
ξενότροπος: -ον, ὁ ἔχων ξένους τρόπους, Πισίδ. Ἑξαήμ. 422. - Ἐπίρρ. ξενοτρόπως, Θεοδ. Διακ. Ἀκροάσ. 1, 108, Θ. Πρόδρ. ἐν Notices τόμ. 6, σ. 499.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ξενότροπος, -ον)
παράξενος, αλλόκοτος
νεοελλ.
αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων.
επίρρ...
ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως)
με παράξενο τρόπο
νεοελλ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων
μσν.
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόπος (πρβλ. ιδιότροπος)].