ἐθειράς: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etheiras | |Transliteration C=etheiras | ||
|Beta Code=e)qeira/s | |Beta Code=e)qeira/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐθειράδος, ἡ, = [[ἔθειρα]], an old reading in Od.16.176, for [[γενειάδες]], cf. Sch. Theoc.1.34. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-άδος, ἡ<br />[[pelo]] κεφαλῆς ἔφρισσον ἐθειράδες <i>AP</i> 2.1.235 (Christod.); ἐθειράδες como barbas</i> l. a <i>Od</i>.16.176 en Sch.Theoc.1.34b. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] άδος, ἡ, bei Homer einmal, als var. lect. Odyss. 16, 176, vom Barte des Odysseus, κυάνεαι δ' ἐγένοντο ἐθειράδες ἀμφὶ [[γένειον]], bessere Lesart γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 <b class="b2">ἐθειράζοντες</b>: κομῶντες τὰς τρίχας, οὐ γενειῶντες, ὥς | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] άδος, ἡ, bei Homer einmal, als var. lect. Odyss. 16, 176, vom Barte des Odysseus, κυάνεαι δ' ἐγένοντο ἐθειράδες ἀμφὶ [[γένειον]], bessere Lesart γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 <b class="b2">ἐθειράζοντες</b>: κομῶντες τὰς τρίχας, οὐ γενειῶντες, ὥς τινες· [[ἔθειρα]] γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς [[θρίξ]]· [[ὅθεν]] Ἀριστοτέλης ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ [[γένειον]], οὐκ ἐθειράδες. Für Ἀριστοτέλης schreibt Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 41. 115 Ἀρίσταρχος, gewiß mit Recht. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθειράς''': -άδος, ἡ, = [[ἔθειρα]], παλαιὰ γραφ. ἐν Ὀδ. Π. 176, ἀντὶ γενειάδες, ἴδε Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 34. | |lstext='''ἐθειράς''': -άδος, ἡ, = [[ἔθειρα]], παλαιὰ γραφ. ἐν Ὀδ. Π. 176, ἀντὶ γενειάδες, ἴδε Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐθειράς]], η (Α)<br />η [[έθειρα]]. | |mltxt=[[ἐθειράς]], η (Α)<br />η [[έθειρα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐθειράδος, ἡ, = ἔθειρα, an old reading in Od.16.176, for γενειάδες, cf. Sch. Theoc.1.34.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
pelo κεφαλῆς ἔφρισσον ἐθειράδες AP 2.1.235 (Christod.); ἐθειράδες como barbas l. a Od.16.176 en Sch.Theoc.1.34b.
German (Pape)
[Seite 718] άδος, ἡ, bei Homer einmal, als var. lect. Odyss. 16, 176, vom Barte des Odysseus, κυάνεαι δ' ἐγένοντο ἐθειράδες ἀμφὶ γένειον, bessere Lesart γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἐθειράζοντες: κομῶντες τὰς τρίχας, οὐ γενειῶντες, ὥς τινες· ἔθειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς θρίξ· ὅθεν Ἀριστοτέλης ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, οὐκ ἐθειράδες. Für Ἀριστοτέλης schreibt Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 41. 115 Ἀρίσταρχος, gewiß mit Recht.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθειράς: -άδος, ἡ, = ἔθειρα, παλαιὰ γραφ. ἐν Ὀδ. Π. 176, ἀντὶ γενειάδες, ἴδε Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 34.