ἐκδορά: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kdora/
|Beta Code=e)kdora/
|Definition=ἡ, [[stripping off]], [[removing]], λειχήνων Gal.12.844.
|Definition=ἡ, [[stripping off]], [[removing]], λειχήνων Gal.12.844.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br />[[desollamiento]] ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. <i>Affect</i>.9.32<br /><b class="num">•</b>medic. [[excoriación]] τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδορά''': ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
|lstext='''ἐκδορά''': ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br />[[desollamiento]] ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. <i>Affect</i>.9.32<br /><b class="num">•</b>medic. [[excoriación]] τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐκδορά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαιο [[τραύμα]] της επιδερμίδας, [[ξέγδαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] του δέρματος, [[γδάρσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[αφαίρεση]].
|mltxt=η (Α [[ἐκδορά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαιο [[τραύμα]] της επιδερμίδας, [[ξέγδαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] του δέρματος, [[γδάρσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[αφαίρεση]].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδορά Medium diacritics: ἐκδορά Low diacritics: εκδορά Capitals: ΕΚΔΟΡΑ
Transliteration A: ekdorá Transliteration B: ekdora Transliteration C: ekdora Beta Code: e)kdora/

English (LSJ)

ἡ, stripping off, removing, λειχήνων Gal.12.844.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
desollamiento ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. Affect.9.32
medic. excoriación τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, das Abhäuten, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδορά: ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.

Greek Monolingual

η (Α ἐκδορά)
νεοελλ.
επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα
αρχ.
1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο
2. γεν. αφαίρεση.