ἑταιριστής: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etairistis | |Transliteration C=etairistis | ||
|Beta Code=e(tairisth/s | |Beta Code=e(tairisth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑταιριστοῦ, ὁ, [[lewd man]], Poll.6.188:—fem. [[ἑταιρίστρια]], = [[τριβάς]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 191e, Luc.''DMeretr.''5.2, Tim.''Lex.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ [[ἑταιριστής]], θηλ. [[ἑταιρίστρια]]) [[εταιρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[μέλος]] κάποιας εταιρείας<br /><b>2.</b> ο [[φιλικός]], ο μυημένος στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασελγής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἑταιρίστρια]]<br />η ομοφυλόφιλη [[γυναίκα]], η λεσβία («τοιαύτας [ἑταιριστρίας] γὰρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι | |mltxt=ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ [[ἑταιριστής]], θηλ. [[ἑταιρίστρια]]) [[εταιρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[μέλος]] κάποιας εταιρείας<br /><b>2.</b> ο [[φιλικός]], ο μυημένος στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασελγής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἑταιρίστρια]]<br />η ομοφυλόφιλη [[γυναίκα]], η λεσβία («τοιαύτας [ἑταιριστρίας] γὰρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι γυναῖκας ἀρρενωπούς», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:51, 6 February 2024
English (LSJ)
ἑταιριστοῦ, ὁ, lewd man, Poll.6.188:—fem. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Pl.Smp. 191e, Luc.DMeretr.5.2, Tim.Lex.
German (Pape)
[Seite 1047] ὁ, der Hurer, Poll. 6, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιριστής: -οῦ, ὁ, ἀσελγὴς ἄνθρωπος, «ὁ περὶ τάς τῶν ἑταιρῶν θύρας κεκυλινδημένος» Πολυδ. Ϛ΄,188· θηλ. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Πλάτ. Συμπ. 19Ε.
Greek Monolingual
ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) εταιρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας
2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας
αρχ.
1. ο ασελγής άνθρωπος
2. το θηλ. ἡ ἑταιρίστρια
η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία («τοιαύτας [ἑταιριστρίας] γὰρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι γυναῖκας ἀρρενωπούς», Λουκιαν.).