ἀνήσυχος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anisychos | |Transliteration C=anisychos | ||
|Beta Code=a)nh/suxos | |Beta Code=a)nh/suxos | ||
|Definition=[[inquietus]], Gloss. | |Definition=[[inquietus]] ([[restless]], [[taking no rest]]), ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no descansa]] Nil.M.79.1109B<br /><b class="num">•</b><i>inquietus</i>, <i>Gloss</i>.2.227. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήσυχος''': -ον, ὁ μὴ [[ἥσυχος]], Γλωσσ. | |lstext='''ἀνήσυχος''': -ον, ὁ μὴ [[ἥσυχος]], Γλωσσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνήσυχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψυχική [[ταραχή]], [[αγωνία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ησυχάζει [[ποτέ]], [[αεικίνητος]]<br /><b>3.</b> [[άτακτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται σε σωματική [[αγωνία]] από κάποια [[αρρώστια]]<br /><b>5.</b> [[πολυπράγμων]], αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, [[ανικανοποίητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνήσυχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψυχική [[ταραχή]], [[αγωνία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ησυχάζει [[ποτέ]], [[αεικίνητος]]<br /><b>3.</b> [[άτακτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται σε σωματική [[αγωνία]] από κάποια [[αρρώστια]]<br /><b>5.</b> [[πολυπράγμων]], αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, [[ανικανοποίητος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:47, 10 January 2024
English (LSJ)
inquietus (restless, taking no rest), Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
que no descansa Nil.M.79.1109B
•inquietus, Gloss.2.227.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήσυχος: -ον, ὁ μὴ ἥσυχος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνήσυχος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία
2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος
3. άτακτος
4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια
5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, ανικανοποίητος.