ἀνθεκτέον: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthekteon | |Transliteration C=anthekteon | ||
|Beta Code=a)nqekte/on | |Beta Code=a)nqekte/on | ||
|Definition=[[one must cleave to]], τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς | |Definition=[[one must cleave to]], τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 424b; ἀ. τῆς μέσης ἕξεως [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1126b9: so in plural, ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Th.1.93. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que cuidarse de]] c. gen. τούτου Pl.<i>R</i>.424b, τῆς θαλάσσης ... ἀνθεκτέα ἐστί hay que dedicarse a las cosas del mar</i> Th.1.93, δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως [[ἀνθεκτέον]] es claro, entonces, que hay que atenerse a la disposición intermedia</i> del alma, Arist.<i>EN</i> 1126<sup>b</sup>9. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθεκτέον:''' adj. verb. к [[ἀντέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου [[ἀνθεκτέον]] τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς [[μέσης]] ἕξεως [[ἀνθεκτέον]] Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93. | |lstext='''ἀνθεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου [[ἀνθεκτέον]] τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς [[μέσης]] ἕξεως [[ἀνθεκτέον]] Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀντ-έχω</i>, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>ἀνθεκτέα</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀνθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀντ-έχω</i>, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>ἀνθεκτέα</i>, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[capessendum]]'', [[must be undertaken]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.93.4/ 1.93.4]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:48, 16 November 2024
English (LSJ)
one must cleave to, τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς Pl.R. 424b; ἀ. τῆς μέσης ἕξεως Arist.EN1126b9: so in plural, ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Th.1.93.
Spanish (DGE)
hay que cuidarse de c. gen. τούτου Pl.R.424b, τῆς θαλάσσης ... ἀνθεκτέα ἐστί hay que dedicarse a las cosas del mar Th.1.93, δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον es claro, entonces, que hay que atenerse a la disposición intermedia del alma, Arist.EN 1126b9.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεκτέον: adj. verb. к ἀντέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου ἀνθεκτέον τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93.
Greek Monotonic
ἀνθεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀντ-έχω, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. ἀνθεκτέα, σε Θουκ.