μουσείο: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ μουσεῖον, Α και [[μωσίον]], Μ και [[μουσίον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] στο οποίο φυλάσσονται και εκτίθενται [[προς]] [[κοινή]] θέα και [[μελέτη]] συλλογές έργων τέχνης [[καθώς]] και πολιτιστικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά αντικείμενα (α. «αρχαιολογικό [[μουσείο]]» β. «βυζαντινό [[μουσείο]]» γ. «ορυκτολογικό [[μουσείο]]»)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[μεγάλης]] ηλικίας<br /><b>μσν.</b><br />[[μωσαϊκό]] [[έργο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέμενος]] τών Μουσών<br /><b>2.</b> [[τόπος]] προορισμένος για [[καλλιέργεια]] γραμμάτων και τεχνών<br /><b>3.</b> φιλοσοφική [[σχολή]] και [[βιβλιοθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μουσεῑα</i><br />(μτφ) [[χορός]] προσώπων ή πουλιών που τραγουδούν (α. «μουσεῑα τε θρηνήμασι ξυνῳδά», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἀηδόνων μουσεῑα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>τὸ Μουσεῖον</i><br />[[λόφος]] στην Αθήνα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης<br /><b>6.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>τὰ Μουσεῑα</i><br />[[εορτή]] [[προς]] [[τιμή]] τών Μουσών<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μουσεῑα λόγων» — καλαισθητική [[διατύπωση]]<br />β) «τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον» — η Αθήνα<br />γ) «περιπατοῦν μουσεῖον» — [[προσωνυμία]] του Λογγίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μούσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> / -<i>ίον</i>. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «[[χώρος]] αφιερωμένος στις Μούσες», ενώ στους βυζαντινούς χρόνους η λ. έλαβε τη σημ. του μωσαϊκού έργου (<b>πρβλ.</b> [[μουσάριον]], <i>μουσιῶ</i>, [[μουσωτής]] και λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>s</i><i>ē</i><i>um</i> «[[μωσαϊκό]] [[έργο]]»].
|mltxt=το (ΑΜ μουσεῖον, Α και [[μωσίον]], Μ και [[μουσίον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] στο οποίο φυλάσσονται και εκτίθενται [[προς]] [[κοινή]] θέα και [[μελέτη]] συλλογές έργων τέχνης [[καθώς]] και πολιτιστικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά αντικείμενα (α. «αρχαιολογικό [[μουσείο]]» β. «βυζαντινό [[μουσείο]]» γ. «ορυκτολογικό [[μουσείο]]»)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[μεγάλης]] ηλικίας<br /><b>μσν.</b><br />[[μωσαϊκό]] [[έργο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέμενος]] τών Μουσών<br /><b>2.</b> [[τόπος]] προορισμένος για [[καλλιέργεια]] γραμμάτων και τεχνών<br /><b>3.</b> φιλοσοφική [[σχολή]] και [[βιβλιοθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μουσεῖα</i><br />(μτφ) [[χορός]] προσώπων ή πουλιών που τραγουδούν (α. «μουσεῖα τε θρηνήμασι ξυνῳδά», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἀηδόνων μουσεῖα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>τὸ Μουσεῖον</i><br />[[λόφος]] στην Αθήνα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης<br /><b>6.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>τὰ Μουσεῖα</i><br />[[εορτή]] [[προς]] [[τιμή]] τών Μουσών<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μουσεῖα λόγων» — καλαισθητική [[διατύπωση]]<br />β) «τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον» — η Αθήνα<br />γ) «περιπατοῦν μουσεῖον» — [[προσωνυμία]] του Λογγίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μούσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> / -<i>ίον</i>. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «[[χώρος]] αφιερωμένος στις Μούσες», ενώ στους βυζαντινούς χρόνους η λ. έλαβε τη σημ. του μωσαϊκού έργου (<b>πρβλ.</b> [[μουσάριον]], <i>μουσιῶ</i>, [[μουσωτής]] και λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>s</i><i>ē</i><i>um</i> «[[μωσαϊκό]] [[έργο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

το (ΑΜ μουσεῖον, Α και μωσίον, Μ και μουσίον)
νεοελλ.
1. οικοδόμημα στο οποίο φυλάσσονται και εκτίθενται προς κοινή θέα και μελέτη συλλογές έργων τέχνης καθώς και πολιτιστικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά αντικείμενα (α. «αρχαιολογικό μουσείο» β. «βυζαντινό μουσείο» γ. «ορυκτολογικό μουσείο»)
2. άνθρωπος μεγάλης ηλικίας
μσν.
μωσαϊκό έργο
αρχ.
1. τέμενος τών Μουσών
2. τόπος προορισμένος για καλλιέργεια γραμμάτων και τεχνών
3. φιλοσοφική σχολή και βιβλιοθήκη
4. στον πληθ. τὰ μουσεῖα
(μτφ) χορός προσώπων ή πουλιών που τραγουδούν (α. «μουσεῖα τε θρηνήμασι ξυνῳδά», Ευρ.
β. «ἀηδόνων μουσεῖα», Ευρ.)
5. ως κύριο όν. τὸ Μουσεῖον
λόφος στην Αθήνα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Μουσεῖα
εορτή προς τιμή τών Μουσών
7. φρ. α) «μουσεῖα λόγων» — καλαισθητική διατύπωση
β) «τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον» — η Αθήνα
γ) «περιπατοῦν μουσεῖον» — προσωνυμία του Λογγίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα + κατάλ. -εῖον / -ίον. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «χώρος αφιερωμένος στις Μούσες», ενώ στους βυζαντινούς χρόνους η λ. έλαβε τη σημ. του μωσαϊκού έργου (πρβλ. μουσάριον, μουσιῶ, μουσωτής και λατ. mūsēum «μωσαϊκό έργο»].