ἀχρησία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=achrisia
|Transliteration C=achrisia
|Beta Code=a)xrhsi/a
|Beta Code=a)xrhsi/a
|Definition=ἡ, (χράομαι) [[disuse]], [[non-user]], Anon. <span class="title">in Rh.</span>17.37.
|Definition=ἡ, ([[χράομαι]]) [[disuse]], [[non-user]], Anon. ''in Rh.''17.37.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[desuso]] op. [[χρῆσις]] de la riqueza, Anon.<i>in Rh</i>.17.37.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχρησία''': ἡ, ([[χράομαι]]) [[ἔλλειψις]] χρήσεως, Πανδέκτ.
|lstext='''ἀχρησία''': ἡ, ([[χράομαι]]) [[ἔλλειψις]] χρήσεως, Πανδέκτ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[desuso]] op. [[χρῆσις]] de la riqueza, Anon.<i>in Rh</i>.17.37.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀχρησία]]) [[χρήσις]]<br />η μη [[χρησιμοποίηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[λόγος]] απόσβεσης των «δουλειών» εξαιτίας της μη άσκησής τους από τον δικαιούχο για μία ολόκληρη [[εικοσαετία]].
|mltxt=η (AM [[ἀχρησία]]) [[χρήσις]]<br />η μη [[χρησιμοποίηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[λόγος]] απόσβεσης των «δουλειών» εξαιτίας της μη άσκησής τους από τον δικαιούχο για μία ολόκληρη [[εικοσαετία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρησία Medium diacritics: ἀχρησία Low diacritics: αχρησία Capitals: ΑΧΡΗΣΙΑ
Transliteration A: achrēsía Transliteration B: achrēsia Transliteration C: achrisia Beta Code: a)xrhsi/a

English (LSJ)

ἡ, (χράομαι) disuse, non-user, Anon. in Rh.17.37.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ desuso op. χρῆσις de la riqueza, Anon.in Rh.17.37.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρησία: ἡ, (χράομαι) ἔλλειψις χρήσεως, Πανδέκτ.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρησία) χρήσις
η μη χρησιμοποίηση
νεοελλ.
(νομ.) λόγος απόσβεσης των «δουλειών» εξαιτίας της μη άσκησής τους από τον δικαιούχο για μία ολόκληρη εικοσαετία.