ὑποτροπιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotropiazo | |Transliteration C=ypotropiazo | ||
|Beta Code=u(potropia/zw | |Beta Code=u(potropia/zw | ||
|Definition=[[return again]], [[recur]], especially of an illness, | |Definition=[[return again]], [[recur]], especially of an illness, Hp.''Aph.''4.61, ''Int.''2, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον Ph.1.459. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποτροπιάζω]] ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) [[επανέρχομαι]], εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «[[πρέπει]] να ακολουθεί αυστηρά τη [[φαρμακευτική]] [[αγωγή]], [[γιατί]] το [[έλκος]] του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν<br />[[ὅταν]] πεπαυμένης τῆς νόσου [[πάλιν]] ἐπινοσῇ τις», Φρύν.). | |mltxt=[[ὑποτροπιάζω]] ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) [[επανέρχομαι]], εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «[[πρέπει]] να ακολουθεί αυστηρά τη [[φαρμακευτική]] [[αγωγή]], [[γιατί]] το [[έλκος]] του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν<br />[[ὅταν]] πεπαυμένης τῆς νόσου [[πάλιν]] ἐπινοσῇ τις», Φρύν.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[zurückkehren]]</i>, bes. von <i>Rückfällen einer [[Krankheit]]</i>, Hippocr. und sp. Medic. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
return again, recur, especially of an illness, Hp.Aph.4.61, Int.2, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον Ph.1.459.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπιάζω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, μάλιστα ἐπὶ νόσου, Λατ. recidiva fieri, Ἱππ. Ἀφορ. 1251, πρβλ. 533, 9, κλπ.
Greek Monolingual
ὑποτροπιάζω ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) επανέρχομαι, εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «πρέπει να ακολουθεί αυστηρά τη φαρμακευτική αγωγή, γιατί το έλκος του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν
ὅταν πεπαυμένης τῆς νόσου πάλιν ἐπινοσῇ τις», Φρύν.).
German (Pape)
zurückkehren, bes. von Rückfällen einer Krankheit, Hippocr. und sp. Medic.