βασανίτης: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vasanitis | |Transliteration C=vasanitis | ||
|Beta Code=basani/ths | |Beta Code=basani/ths | ||
|Definition=[[βασανίτης λίθος]] = [[βάσανος]] ([[touchstone]], [[basanite]]), Hsch. | |Definition=[[βασανίτης λίθος]] = [[βάσανος]] ([[touchstone]], [[basanite]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
|mltxt=ο (Α [[βασανίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η λυδία [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάσανος]]. Το λατ. <i>basanites</i> αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. [[βασανίτης]] εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική [[ορολογία]]<br />[[πρβλ]]. αγγ. <i>basanite</i> ([[οπότε]] το νεώτερο [[βασανίτης]] «ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)]. | |mltxt=ο (Α [[βασανίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η λυδία [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάσανος]]. Το λατ. <i>basanites</i> αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. [[βασανίτης]] εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική [[ορολογία]]<br />[[πρβλ]]. αγγ. <i>basanite</i> ([[οπότε]] το νεώτερο [[βασανίτης]] «ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)]. | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpen | ||
Basanite is an igneous, volcanic (extrusive) rock with aphanitic to porphyritic texture. It is composed mostly of feldspathoids, pyroxenes, olivine, and plagioclase and forms from magma low in silica and enriched in alkali metal oxides that solidifies rapidly close to the Earth's surface. | |wketx=Basanite is an igneous, volcanic (extrusive) rock with aphanitic to porphyritic texture. It is composed mostly of feldspathoids, pyroxenes, olivine, and plagioclase and forms from magma low in silica and enriched in alkali metal oxides that solidifies rapidly close to the Earth's surface. | ||
}} | |||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=ca: basanita; cs: bazanit; de: Basanit; en: basanite; eo: bazanito; es: basanita; et: basaniit; fr: basanite; id: basanit; it: basanite; lv: basanīts; nl: basaniet; nn: basanitt; no: lydisk stein; pl: bazanit; pt: basanito; ru: базанит; sk: bazanit; sr: базанит; uk: базаніт; vi: basanit | |trtx=ca: basanita; cs: bazanit; de: Basanit; en: basanite; eo: bazanito; es: basanita; et: basaniit; fr: basanite; id: basanit; it: basanite; lv: basanīts; nl: basaniet; nn: basanitt; no: lydisk stein; pl: bazanit; pt: basanito; ru: базанит; sk: bazanit; sr: базанит; uk: базаніт; vi: basanit | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
βασανίτης λίθος = βάσανος (touchstone, basanite), Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): fem. βασανῖτις Isid.Pel.Ep.M.78.1493C
basanita βασανίτης (λίθος) piedra de toque Plin.HN 36.58, 147, Isid.Pel.l.c., Hsch., PLeid.X.68, Isid.Etym.16.4.36, 5.6.
Greek Monolingual
ο (Α βασανίτης)
νεοελλ.
ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα
αρχ.
η λυδία λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσανος. Το λατ. basanites αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. βασανίτης εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική ορολογία
πρβλ. αγγ. basanite (οπότε το νεώτερο βασανίτης «ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)].
Wikipedia EN
Basanite is an igneous, volcanic (extrusive) rock with aphanitic to porphyritic texture. It is composed mostly of feldspathoids, pyroxenes, olivine, and plagioclase and forms from magma low in silica and enriched in alkali metal oxides that solidifies rapidly close to the Earth's surface.
Translations
ca: basanita; cs: bazanit; de: Basanit; en: basanite; eo: bazanito; es: basanita; et: basaniit; fr: basanite; id: basanit; it: basanite; lv: basanīts; nl: basaniet; nn: basanitt; no: lydisk stein; pl: bazanit; pt: basanito; ru: базанит; sk: bazanit; sr: базанит; uk: базаніт; vi: basanit