ῥήδην: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ridin | |Transliteration C=ridin | ||
|Beta Code=r(h/dhn | |Beta Code=r(h/dhn | ||
|Definition=Adv. only in | |Definition=Adv. only in A.D.''Adv.''198.15, ''EM''363.42, as part of the compd. [[διαρρήδην]]. ῥήδιος, v. [[ῥᾴδιος]]. ῥηδίων· [[καρούχων]], [[ῥαιδίων]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ῥηθῆναι, ῥηθήσομαι, v. [[ἐρῶ]]. ῥηΐδιος, v. [[ῥᾴδιος]]. ῥηΐζω, v. [[ῥαΐζω]]. ῥήϊστος, ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, v. [[ῥᾴδιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. only in A.D.Adv.198.15, EM363.42, as part of the compd. διαρρήδην. ῥήδιος, v. ῥᾴδιος. ῥηδίων· καρούχων, ῥαιδίων, Hsch. ῥηθῆναι, ῥηθήσομαι, v. ἐρῶ. ῥηΐδιος, v. ῥᾴδιος. ῥηΐζω, v. ῥαΐζω. ῥήϊστος, ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, v. ῥᾴδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήδην: Ἐπίρρ. μόνον ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 363. 42, ὡς συνθετικὸν μέρος τῆς συνθέτου λέξεως διαρρήδην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. απαντά μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν προς δήλωση του β' συνθετικού του τ. δια-ρρήδην].