ῥήδην
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
Adv. only in A.D.Adv.198.15, EM363.42, as part of the compd. διαρρήδην. ῥήδιος, v. ῥᾴδιος. ῥηδίων· καρούχων, ῥαιδίων, Hsch. ῥηθῆναι, ῥηθήσομαι, v. ἐρῶ. ῥηΐδιος, v. ῥᾴδιος. ῥηΐζω, v. ῥαΐζω. ῥήϊστος, ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, v. ῥᾴδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήδην: Ἐπίρρ. μόνον ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 363. 42, ὡς συνθετικὸν μέρος τῆς συνθέτου λέξεως διαρρήδην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. απαντά μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν προς δήλωση του β' συνθετικού του τ. δια-ρρήδην].