Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεπιγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῖν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῖν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
}}
{{pape
|ptext=ονος, ὁ, <i>[[Mitzeuge]]</i>, K.S.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῖν», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].

German (Pape)

ονος, ὁ, Mitzeuge, K.S.